- στιχομανής
- -ές, Νάτομο που διακατέχεται από τη μανία να γράφει διαρκώς στίχους, στιχοπλόκος.[ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. μυθο-μανής. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek